-
1 σόλα
[сола] ουσ. Θ. подошва.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σόλα
-
2 соло
[σόλα] ουσ. ο. (μουσ.) σόλο -
3 соло
[σόλα] ουσ ο (μουσ) σόλο -
4 подмётка
-
5 подошва
-
6 подошва
1. горн. το δάπεδο 2. (обуви) η σόλα 3. (волны) το κοίλον (του κύματος) 4. (горы) η υπώρεια, οι πρόποδες, το ριζοβούνι 5. (фундамента) το πέδιλο του θεμελίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подошва
-
7 стелька
η (εσωτερική) σόλα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стелька
-
8 супинатор
η ορθοπεδική σόλα (για την πλατυποδία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > супинатор
-
9 подметка
подметк||аж ἡ σόλα· ◊ он ему и в \подметкаИ не годится δέν ἀξίζει ὁβτε ίσαμε τό νυχάκι του. -
10 прошивать
прошиватьнесов1. ράβω, ράπτω/ γαζώνω (прострачивать):\прошивать подошву ράβω τή σόλα· \прошивать воротник γαζώνω τόν γιακᾶ·2. тех. ἀνοίγω τρύπα. -
11 стелька
стельк||аж ἡ σόλα· ◊ пьяи в \стелькау разг σκνίπα στό μεθύσι, τάπα στό μεθύσι. -
12 стелька
[στιελ'κα] ουσ. θ. σόλα -
13 стелька
[στιελ'κα] ουσ θ σόλα -
14 истереть
изотру, изотрёшь, παρλθ. χρ..истер-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истертый, βρ: -рт, -а, -о,επιρ. μτχ. истерши κ. истерев ρ.σ.μ.1. τρίβω όλο ως το τέλος•-сыр на тёрке τρίβω όλο το τυρί στον τρίφτη.
|| καταναλώνω, εξαντλώ, σώνω τρίβοντας•2. φθείρω με την τριβή. || κάνω πληγή τρίβοντας.3. εξαφανίζω• ομαλύνω• σβήνω τρίβοντας.φθείρομαι εντελώς, εξαντλούμαι, σώνομαι•подошва -лась η σόλα τρίφτηκε•
резинка -лась το σβηστήρι σώθηκε•
пиджак -ся το σακκάκι τρίφτηκε (έλιωσε).
|| καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι,•σβήνομαι•надпись на монете -лась η επιγραφή στη μονέδα σβήστηκε.
-
15 обрезковый
επ.από κομμάτια•-ая подошва σόλα από κομμαχια.
-
16 отлететь
-лечу, -летишь ρ.σ.1. φεύγω, αναχωρώ πετώντας, πετώ, αφίπταμαι•ласточки -ли τα χελιδόνια έφυγαν (αποδήμησαν), са-молт -л το αεροπλάνο πέταξε.
|| εξαφανίζομαι, χάνομαι, σβήνω•-ла молодость πάνε (έφυγαν) τα νιάτα•
-ла от не улыбка έσβησε το χαμόγελο της.
2. αναπηδώ, ανατινάζομαι, τίτ-νάζομαι, πετιέμαι πίσω•мяч -л от стены το τόπι χτυπώντας στον τοίχο, τινάχτηκε προς τα πίσω.
3. αποσπώμαι, πετιέμαι πέρα ξεκολλώ•подошва -ла η σόλα βγήκε•
пуговицы -ли τα κουμπιά (από το τέντωμα) πετάχτηκαν πέρα.
|| απομακρύνομαι• αφίπταμαι. -
17 подмётка
-и θ.1. τρύπωμα αποκάτω.2. σόλα ραφτή.εκφρ.в -и не годится ή не станет – δεν7. πιάνει φράγκο, δεν αζιζει τίποτε. -
18 подошва
-ы θ.1. σόλα. || πέλμα.2. βάση•, подошва горы πρόποδες του βουνού, η υπώρεια. -
19 подошвенный
επ.της σόλας, για σόλα•-ая резина λάστιχο για σόλες.
-
20 подшить
подошью, подошьшь, προστκ. подшей ρ.σ.μ.1. υπορράπτω, ράβω αποκάτω, υπενδύω•подшить подкладку к пальто ράβω φόδρα στο πανωφόρι,.
ράβω από την ανάποδη. || ράβω σόλα.2. ράβω (αναδιπλώνοντας) τις άκρες.3. καρφιτσώνω, επισυνάπτω, πιάνω με τις καρφίτσες.4. καρφώνω από τα κάτω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σόλα — η, Ν πέλμα υποδήματος από χοντρό δέρμα, κάττυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. sola < λατ. solea «σάνδαλο»] … Dictionary of Greek
σόλα — η (λ. ιταλ.), το κάτω μέρος του παπουτσιού: Τρύπησαν οι σόλες των παπουτσιών του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… … Dictionary of Greek
σολόδερμα — το, Ν 1. ειδικά κατεργασμένο χοντρό δέρμα για σόλες, κάττυμα 2. σόλα 3. κομμάτι από καουτσούκ ή άλλη ύλη για πέλμα υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόλα + δέρμα] … Dictionary of Greek
βάρδουλο — το λουρίδα δέρματος γύρω στο πέλμα του υποδήματος, πάνω στην οποία ράβεται ή καρφώνεται η σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
δίπελμος — δίπελμος, ον (Α) (για υποδήματα) με διπλό πέλμα, με διπλή σόλα … Dictionary of Greek
κασσύω — και αττ. τ. καττύω (Α) 1. συρράπτω δέρματα όπως ο υποδηματοποιός 2. ράβω σόλα σε υπόδημα, σολιάζω 3. μτφ. σχεδιάζω δόλια πράξη, μηχανώμαι κακά 4. μέσ. κασσύομαι συνθέτομαι, σχεδιάζομαι («οἶδ ἐγὼ τὸ πρᾱγμα τοῡθ ὅθεν πάλαι καττύεται» γνωρίζω εγώ… … Dictionary of Greek
λιμναία — (Limnaea). Γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας των λιμναιιδών, της υφομοταξίας των πνευμονοφόρων. Το όστρακό τους, το χρώμα του οποίου ποικίλλει από γκρίζο έως καστανό, έχει μήκος 4 6 εκ., κωνικό σχήμα και παρουσιάζει 5 7 σπείρες. Ο πόδας … Dictionary of Greek
νεασπάτωτος — νεασπάτωτος, ον (Α) (για υπόδημα) αυτός που έχει νέο πέλμα, νέα σόλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέος + σπάτος, βοιωτ. τ. «δέρμα»] … Dictionary of Greek
πέλμα — το, ΝΜΑ 1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ) 2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν… … Dictionary of Greek